Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική φρόνησῐς αἱ φρονήσεις
      γενική τῆς φρονήσεως τῶν φρονήσεων
      δοτική τῇ φρονήσει ταῖς φρονήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν φρόνησῐν τὰς φρονήσεις
     κλητική ! φρόνησῐ φρονήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φρονήσει
γεν-δοτ τοῖν  φρονησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φρόνησις < φρονέω / φρονῶ, φρονη- + -σις (-ησις) < → δείτε τη λέξη φρήν

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φρόνησις, -εως θηλυκό

  1. σκοπός, πρόθεση, η σκέψη να κάνω κάτι
  2. αλαζονεία
  3. φρόνηση, φρονιμάδα

Σύνθετα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη φρήν

  Πηγές επεξεργασία