πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική φρόνησῐς αἱ φρονήσεις
      γενική τῆς φρονήσεως τῶν φρονήσεων
      δοτική τῇ φρονήσει ταῖς φρονήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν φρόνησῐν τὰς φρονήσεις
     κλητική ! φρόνησῐ φρονήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φρονήσει
γεν-δοτ τοῖν  φρονησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
φρόνησις < φρονέω / φρονῶ, φρονη- + -σις (-ησις) <  δείτε τη λέξη φρήν

Ουσιαστικό

επεξεργασία