ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική φιλοφρόνησῐς αἱ φιλοφρονήσεις
      γενική τῆς φιλοφρονήσεως τῶν φιλοφρονήσεων
      δοτική τῇ φιλοφρονήσει ταῖς φιλοφρονήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν φιλοφρόνησῐν τὰς φιλοφρονήσεις
     κλητική ! φιλοφρόνησῐ φιλοφρονήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φιλοφρονήσει
γεν-δοτ τοῖν  φιλοφρονησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φιλοφρόνησις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική grc, φιλοφρονῶ, φιλοφρονη- + -σις. Μορφολογικά αναλύεται σε φιλο- + φρόνησις.
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: φιλοφρόνηση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φιλοφρόνησις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη φιλόφρων