φιλοφρόνησις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | φιλοφρόνησῐς | αἱ | φιλοφρονήσεις | ||||
γενική | τῆς | φιλοφρονήσεως | τῶν | φιλοφρονήσεων | ||||
δοτική | τῇ | φιλοφρονήσει | ταῖς | φιλοφρονήσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | φιλοφρόνησῐν | τὰς | φιλοφρονήσεις | ||||
κλητική ὦ! | φιλοφρόνησῐ | φιλοφρονήσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φιλοφρονήσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | φιλοφρονησέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φιλοφρόνησις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική grc, φιλοφρονῶ, φιλοφρονη- + -σις. Μορφολογικά αναλύεται σε φιλο- + φρόνησις.
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: φιλοφρόνηση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφιλοφρόνησις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη φιλόφρων
Πηγές
επεξεργασία- φιλοφρόνησις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.