φιλόφρων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | φιλόφρων & φιλόφρονας |
η | φιλόφρων | το | φιλόφρον |
γενική | του | φιλόφρονος & φιλόφρονα |
της | φιλόφρονος | του | φιλόφρονος |
αιτιατική | τον | φιλόφρονα | τη | φιλόφρονα | το | φιλόφρον |
κλητική | φιλόφρων & φιλόφρονα |
φιλόφρων | φιλόφρον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | φιλόφρονες | οι | φιλόφρονες | τα | φιλόφρονα |
γενική | των | φιλοφρόνων | των | φιλοφρόνων | των | φιλοφρόνων |
αιτιατική | τους | φιλόφρονες | τις | φιλόφρονες | τα | φιλόφρονα |
κλητική | φιλόφρονες | φιλόφρονες | φιλόφρονα | |||
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. | ||||||
ομάδα '-ων-ονας', Κατηγορία όπως «μετριόφρων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φιλόφρων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φιλόφρων < φιλό- + -φρων (φρήν)
Επίθετο
επεξεργασίαφιλόφρων, -ων, -ον
- ο ευγενικός, ο περιποιητικός, που συμπεριφέρεται με φιλοφροσύνη
- ※ καθ’ όλην την διάρκειαν του μποέμικου δείπνου μας, μας έτερπεν εκ καρδίας, τόσον αγαθός, και τόσον φιλόφρων δεικνυόμενος, αυτός ο τόσον άγριος ο τόσον απότομος συνήθως (ο λογοτέχνης Δημήτριος Χατζόπουλος για τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις φίλος και φρένες
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- φιλόφρων - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φιλόφρων - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.