φιλοφροσύνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φιλοφροσύνη < αρχαία ελληνική φιλοφροσύνη < φιλόφρ(ων) + -οσύνη< φίλος + φρήν
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφιλοφροσύνη θηλυκό
- η φιλική συμπεριφορά, η ευμενής διάθεση προς τους άλλους, η ευγένεια, η περιποιητικότητα
- Νὰ σαβανώσῃ καὶ νὰ σκεπάσῃ τὴν γειτόνισσαν τὴν πολυλογοὺ καὶ ψεύτραν, καὶ τὸν χειρόμυλόν της, καὶ τὴν φιλοφροσύνην της, τὴν ψευτοπολιτικήν της, τὴν φλυαρίαν της.. (Ο Έρωτας στα Χιόνια, Αλεξ. Παπαδιαμάντης)