κομπλιμέντο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κομπλιμέντο < (άμεσο δάνειο) ιταλική complimento < ισπανική cumplimiento < cumplir < λατινική compleo < cum + pleo
Ουσιαστικό επεξεργασία
κομπλιμέντο ουδέτερο
- ευγενικός λόγος που απευθύνεται σε κάποιον για να εκφράσει τα θετικά συναισθήματά μας απέναντί του, π.χ. το θαυμασμό για την εξωτερική του εμφάνιση ή την εκτίμησή μας για το πρόσωπό του, τις ικανότητές του ή τις αρετές του· φιλοφρόνηση
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κομπλιμέντο