κομπλιμεντάρω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κομπλιμεντάρω < ιταλική complimentare < complimento < ισπανική cumplimiento < cumplir < λατινική compleo < cum + pleo
Ρήμα
επεξεργασίακομπλιμεντάρω
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κομπλιμέντο
Μεταφράσεις
επεξεργασία κομπλιμεντάρω
|