κομπλιμεντόζα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κομπλιμεντόζα < κομπλιμεντόζ(ος) + κατάληξη θηλυκού -α
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kom.pli.menˈto.za/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κομ‐πλι‐μεν‐τό‐ζα
Ουσιαστικό επεξεργασία
κομπλιμεντόζα θηλυκό
- θηλυκό του κομπλιμεντόζος
Μεταφράσεις επεξεργασία
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε κομπλιμεντόζος
κομπλιμεντόζα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
κομπλιμεντόζα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του κομπλιμεντόζος