↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αβροφροσύνη οι αβροφροσύνες
      γενική της αβροφροσύνης των (αβροφροσυνών)
    αιτιατική την αβροφροσύνη τις αβροφροσύνες
     κλητική αβροφροσύνη αβροφροσύνες
Κατηγορία όπως «σκόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αβροφροσύνη < αβρόφρ(ων) + -οσύνη[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.vɾo.fɾoˈsi.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐βρο‐φρο‐σύ‐νη

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αβροφροσύνη θηλυκό

  • ευγένεια στη συμπεριφορά και στην ομιλία, λεπτότητα, προσήνεια
    ※  Ὅταν ἤμουν νέος και ἄγνωστος, ἡ επιθυμία μου νά τόν γνωρίσω μέ κρατοῦσε σέ συνεχῆ ἀνησυχία∙ δέν τολμοῦσα ὅμως νά τόν ἐπισκεφθῶ, ξέροντας πώς ποτέ δέν δεχόταν ἀγνώστους θαυμαστές∙ ἀλλά καί μήν ἔχοντας ἀκόμα τήν προσωπικότητα πού θά δικαιολογοῦσε μιάν ἐπίσκεψη συναδελφικῆς ἁβροφροσύνης.
    Μ. Καραγάτσης, Ὁ κίτρινος φάκελος (πολυτονικό σύστημα)

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  • αβροφροσύνηΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)