αβροφροσύνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αβροφροσύνη < αβρόφρ(ων) + -οσύνη[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.vɾo.fɾoˈsi.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐βρο‐φρο‐σύ‐νη
Ουσιαστικό
επεξεργασίααβροφροσύνη θηλυκό
- ευγένεια στη συμπεριφορά και στην ομιλία, λεπτότητα, προσήνεια
- ※ Ὅταν ἤμουν νέος και ἄγνωστος, ἡ επιθυμία μου νά τόν γνωρίσω μέ κρατοῦσε σέ συνεχῆ ἀνησυχία∙ δέν τολμοῦσα ὅμως νά τόν ἐπισκεφθῶ, ξέροντας πώς ποτέ δέν δεχόταν ἀγνώστους θαυμαστές∙ ἀλλά καί μήν ἔχοντας ἀκόμα τήν προσωπικότητα πού θά δικαιολογοῦσε μιάν ἐπίσκεψη συναδελφικῆς ἁβροφροσύνης.
- Μ. Καραγάτσης, Ὁ κίτρινος φάκελος (πολυτονικό σύστημα)
- ※ Ὅταν ἤμουν νέος και ἄγνωστος, ἡ επιθυμία μου νά τόν γνωρίσω μέ κρατοῦσε σέ συνεχῆ ἀνησυχία∙ δέν τολμοῦσα ὅμως νά τόν ἐπισκεφθῶ, ξέροντας πώς ποτέ δέν δεχόταν ἀγνώστους θαυμαστές∙ ἀλλά καί μήν ἔχοντας ἀκόμα τήν προσωπικότητα πού θά δικαιολογοῦσε μιάν ἐπίσκεψη συναδελφικῆς ἁβροφροσύνης.
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αβροφροσύνη
→ δείτε τη λέξη αβρότητα |
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αβροφροσύνη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- αβροφροσύνη - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)