↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αβρόφρων η αβρόφρων το αβρόφρον
      γενική του αβρόφρονος της αβρόφρονος του αβρόφρονος
    αιτιατική τον αβρόφρονα την αβρόφρονα το αβρόφρον
     κλητική αβρόφρων αβρόφρων αβρόφρον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αβρόφρονες οι αβρόφρονες τα αβρόφρονα
      γενική των αβροφρόνων των αβροφρόνων των αβροφρόνων
    αιτιατική τους αβρόφρονες τις αβρόφρονες τα αβρόφρονα
     κλητική αβρόφρονες αβρόφρονες αβρόφρονα
ομάδα '-ων-ονας', Κατηγορία όπως «αιδήμων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αβρόφρων (μαρτυρείται από το 1860)[1]< καθαρεύουσα ἁβρόφρων (σχηματίστηκε κατά το σώφρων, αβρ(ός) + -ό- + -φρων)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aˈvɾo.fɾon/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐βρό‐φρων

  Επίθετο

επεξεργασία

αβρόφρων, -ων, -ον

  • (λόγιο) που έχει αβρούς, λεπτούς τρόπους, ο ευγενικός, ο διακριτικά κολακευτικός
    ※  Ηταν ένας Ροκφέλερ του οργανωμένου εγκλήματος, ένας στυλοβάτης της (παρα)οικονομίας των ΗΠΑ, ένας εξέχων παράγων της τοπικής κοινωνίας του Σικάγου με πολλούς φίλους σε σημαίνουσες θέσεις, ένας κοσμικός μπίζνεσμαν με δεκάδες ανθρώπους στη «δούλεψή» του, ένας ευεργέτης της πολυπληθέστατης φαμίλιας των ιταλών μεταναστών που διατηρούσε το «αρχηγείο» του σε σουίτες πολυτελών ξενοδοχείων (προς 1.500 δολάρια τη βραδιά), οικογενειάρχης, αβρόφρων, ντυμένος στην πένα, ένας εγκληματίας που πήγαινε στην όπερα ενώ είχε δικά του πλείστα «αγαθοεργή καταστήματα», ήτοι χαρτοπαικτικές λέσχες, πορνεία, νάιτκλαμπ, παράνομα ποτοπωλεία («speakeasies») μέσα και έξω από την πόλη.
    Λένα Παπαδημητρίου, Ο κοσμικός σουπερστάρ του οργανωμένου εγκλήματος, Το Βήμα, 24 Νοεμβρίου 2008
    → δείτε και τη λέξη ευγενής

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σελ. 3, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
  • αβρόφρωνΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)