Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κολακευτικός η κολακευτική το κολακευτικό
      γενική του κολακευτικού της κολακευτικής του κολακευτικού
    αιτιατική τον κολακευτικό την κολακευτική το κολακευτικό
     κλητική κολακευτικέ κολακευτική κολακευτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κολακευτικοί οι κολακευτικές τα κολακευτικά
      γενική των κολακευτικών των κολακευτικών των κολακευτικών
    αιτιατική τους κολακευτικούς τις κολακευτικές τα κολακευτικά
     κλητική κολακευτικοί κολακευτικές κολακευτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κολακευτικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κολακευτικός < αρχαία ελληνική κολακεύω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ko.la.ce.ftiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κο‐λα‐κευ‐τι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

κολακευτικός, -ή, -ό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική κολακευτικός κολακευτική τὸ κολακευτικόν
      γενική τοῦ κολακευτικοῦ τῆς κολακευτικῆς τοῦ κολακευτικοῦ
      δοτική τῷ κολακευτικ τῇ κολακευτικ τῷ κολακευτικ
    αιτιατική τὸν κολακευτικόν τὴν κολακευτικήν τὸ κολακευτικόν
     κλητική ! κολακευτικέ κολακευτική κολακευτικόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ κολακευτικοί αἱ κολακευτικαί τὰ κολακευτικᾰ́
      γενική τῶν κολακευτικῶν τῶν κολακευτικῶν τῶν κολακευτικῶν
      δοτική τοῖς κολακευτικοῖς ταῖς κολακευτικαῖς τοῖς κολακευτικοῖς
    αιτιατική τοὺς κολακευτικούς τὰς κολακευτικᾱ́ς τὰ κολακευτικᾰ́
     κλητική ! κολακευτικοί κολακευτικαί κολακευτικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ κολακευτικώ τὼ κολακευτικᾱ́ τὼ κολακευτικώ
      γεν-δοτ τοῖν κολακευτικοῖν τοῖν κολακευτικαῖν τοῖν κολακευτικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Επίθετο επεξεργασία

κολακευτικός, -ή, -όν

  Πηγές επεξεργασία