κολακευτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κολακευτικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κολακευτικός < αρχαία ελληνική κολακεύω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ko.la.ce.ftiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐λα‐κευ‐τι‐κός
Επίθετο επεξεργασία
κολακευτικός, -ή, -ό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
κολακευτικός, -ή, -όν
Πηγές επεξεργασία
- κολακευτικός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κολακευτικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.