ĝentila
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ĝentila < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĝentila | ĝentilaj |
αιτιατική | ĝentilan | ĝentilajn |
ĝentila (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĝentila | ĝentilaj |
αιτιατική | ĝentilan | ĝentilajn |
ĝentila (eo)