περιποιητικότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- περιποιητικότητα < περιποιητικός + -ότητα
Ουσιαστικό επεξεργασία
περιποιητικότητα θηλυκό
- (σπάνιο, λόγιο) η ιδιότητα του περιποιητικού
Μεταφράσεις επεξεργασία
περιποιητικότητα
|