ενικός         πληθυντικός  
courtesy courtesies

  Ετυμολογία

επεξεργασία
courtesy < μέση αγγλική curteisie

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈkɜːtəsi/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

courtesy (en)