Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φιλοφρόνημα τα φιλοφρονήματα
      γενική του φιλοφρονήματος των φιλοφρονημάτων
    αιτιατική το φιλοφρόνημα τα φιλοφρονήματα
     κλητική φιλοφρόνημα φιλοφρονήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φιλοφρόνημα < αρχαία ελληνική φιλοφρόνημα < φιλοφρονέομαι < φίλος + φρονέω (< φρήν)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /fi.loˈfɾo.ni.ma/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φιλοφρόνημα ουδέτερο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία