φιλοφρονώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φιλοφρονώ < (καθαρεύουσα) φιλοφρονῶ < αρχαία ελληνική φιλοφρονέομαι < φίλος + φρονέω (< φρήν)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /fi.loˈfɾoˈno/
Ρήμα
επεξεργασίαφιλοφρονώ
- κάνω μια φιλοφρόνηση, λέω κάτι ευγενικό και κολακευτικό σε κάποιον για το άτομό του
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | φιλοφρονώ | φιλοφρονούσα | θα φιλοφρονώ | να φιλοφρονώ | φιλοφρονώντας | |
β' ενικ. | φιλοφρονείς | φιλοφρονούσες | θα φιλοφρονείς | να φιλοφρονείς | (φιλοφρόνει) | |
γ' ενικ. | φιλοφρονεί | φιλοφρονούσε | θα φιλοφρονεί | να φιλοφρονεί | ||
α' πληθ. | φιλοφρονούμε | φιλοφρονούσαμε | θα φιλοφρονούμε | να φιλοφρονούμε | ||
β' πληθ. | φιλοφρονείτε | φιλοφρονούσατε | θα φιλοφρονείτε | να φιλοφρονείτε | φιλοφρονείτε | |
γ' πληθ. | φιλοφρονούν(ε) | φιλοφρονούσαν(ε) | θα φιλοφρονούν(ε) | να φιλοφρονούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | φιλοφρόνησα | θα φιλοφρονήσω | να φιλοφρονήσω | φιλοφρονήσει | ||
β' ενικ. | φιλοφρόνησες | θα φιλοφρονήσεις | να φιλοφρονήσεις | φιλοφρόνησε | ||
γ' ενικ. | φιλοφρόνησε | θα φιλοφρονήσει | να φιλοφρονήσει | |||
α' πληθ. | φιλοφρονήσαμε | θα φιλοφρονήσουμε | να φιλοφρονήσουμε | |||
β' πληθ. | φιλοφρονήσατε | θα φιλοφρονήσετε | να φιλοφρονήσετε | φιλοφρονήστε | ||
γ' πληθ. | φιλοφρόνησαν φιλοφρονήσαν(ε) |
θα φιλοφρονήσουν(ε) | να φιλοφρονήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω φιλοφρονήσει | είχα φιλοφρονήσει | θα έχω φιλοφρονήσει | να έχω φιλοφρονήσει | ||
β' ενικ. | έχεις φιλοφρονήσει | είχες φιλοφρονήσει | θα έχεις φιλοφρονήσει | να έχεις φιλοφρονήσει | ||
γ' ενικ. | έχει φιλοφρονήσει | είχε φιλοφρονήσει | θα έχει φιλοφρονήσει | να έχει φιλοφρονήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε φιλοφρονήσει | είχαμε φιλοφρονήσει | θα έχουμε φιλοφρονήσει | να έχουμε φιλοφρονήσει | ||
β' πληθ. | έχετε φιλοφρονήσει | είχατε φιλοφρονήσει | θα έχετε φιλοφρονήσει | να έχετε φιλοφρονήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν φιλοφρονήσει | είχαν φιλοφρονήσει | θα έχουν φιλοφρονήσει | να έχουν φιλοφρονήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία φιλοφρονώ
|