φιλοφρονήσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
φιλοφρονήσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος φιλοφρονώ
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος φιλοφρονώ
- θα φιλοφρονήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος φιλοφρονώ