Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

φιλοφρονήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος φιλοφρονώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος φιλοφρονώ
  3. θα φιλοφρονήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος φιλοφρονώ