Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φρονιμάδα οι φρονιμάδες
      γενική της φρονιμάδας
    αιτιατική τη φρονιμάδα τις φρονιμάδες
     κλητική φρονιμάδα φρονιμάδες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φρονιμάδα < φρόνιμος + -άδα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φρονιμάδα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία