Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /siʁ.kɔ̃s.pɛk.sjɔ̃/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
circonspection circonspections

circonspection (fr) θηλυκό