αμυαλιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αμυαλιά | οι | αμυαλιές |
γενική | της | αμυαλιάς | των | αμυαλιών |
αιτιατική | την | αμυαλιά | τις | αμυαλιές |
κλητική | αμυαλιά | αμυαλιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααμυαλιά θηλυκό
- το να είναι κανείς άμυαλος, ασύνετος, απερίσκεπτος ή επιπόλαιος
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη μυαλό
Συνώνυμα
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ανοησία
Μεταφράσεις
επεξεργασία αμυαλιά
|