ορθοφροσύνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ορθοφροσύνη < ορθοφρονώ + -οσύνη < αρχαία ελληνική ὀρθόφρων
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /oɾ.θo.fɾoˈsi.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ορ‐θο‐φρο‐σύ‐νη
Ουσιαστικό
επεξεργασίαορθοφροσύνη θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ορθοφροσύνη
|