μωρολόγημα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μωρολόγημα < (ελληνιστική κοινή) μωρολόγημα
Ουσιαστικό επεξεργασία
μωρολόγημα ουδέτερο
- (λόγιο) άλλη μορφή του μωρολογία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μωρολόγημα
|
μωρολόγημα ουδέτερο
|