verbose
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαverbose (en)
- φλύαρος, πολυλογάς, λεπτομερής, αναλυτικός
- περιττολόγος
- (για προφορικό ή γραπτό λόγο) το μακροπερίοδο κείμενο, που έχει μεγάλες προτάσεις (λίγες τελείες)
- (πληροφορική) λεπτομερής, αναλυτικός, για λειτουργία που παρέχει περισσότερες από τις συνηθισμένες πληροφορίες, όπως όταν γίνονται δοκιμές (tests) και αποσφαλμάτωση (debugging)
- verbose / concise mode (ελληνικά: λεπτομερής / συνοπτική κατάσταση λειτουργίας)
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- verbose στην αγγλική Βικιπαίδεια