αποσφαλμάτωση
Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αποσφαλμάτωση | οι | αποσφαλματώσεις |
γενική | της | αποσφαλμάτωσης* | των | αποσφαλματώσεων |
αιτιατική | την | αποσφαλμάτωση | τις | αποσφαλματώσεις |
κλητική | αποσφαλμάτωση | αποσφαλματώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποσφαλματώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αποσφαλμάτωση < αποσφαλματώνω + -ση (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική debugging
Ουσιαστικό Επεξεργασία
αποσφαλμάτωση θηλυκό
- (τεχνολογία, πληροφορική) η διαδικασία της εύρεσης και εξάλειψης των σφαλμάτων στον κώδικα ενός λογισμικού ή των ελαττωμάτων ενός ηλεκτρονικού κυκλώματος, προκειμένου να συμπεριφέρεται σύμφωνα με τα προβλεπόμενα και αναμενόμενα
- (τεχνολογία) τεχνική διόρθωσης σφαλμάτων δεδομένων συνήθως με ειδικό προσχεδιασμό διάταξης της μεταδιδόμενης πληροφορίας (error-correcting code)
Άλλες μορφές Επεξεργασία
Επεξεργασία
- αποσφαλματώνω
- αποσφαλματωτής
- → δείτε τις λέξεις από, σφάλμα και σφάλλω
Δείτε επίσης Επεξεργασία
Μεταφράσεις Επεξεργασία
αποσφαλμάτωση
|