Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποσφαλμάτωση οι αποσφαλματώσεις
      γενική της αποσφαλμάτωσης* των αποσφαλματώσεων
    αιτιατική την αποσφαλμάτωση τις αποσφαλματώσεις
     κλητική αποσφαλμάτωση αποσφαλματώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποσφαλματώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποσφαλμάτωση < αποσφαλματώνω + -ση (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική debugging

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αποσφαλμάτωση θηλυκό

  1. (τεχνολογία, πληροφορική) η διαδικασία της εύρεσης και εξάλειψης των σφαλμάτων στον κώδικα ενός λογισμικού ή των ελαττωμάτων ενός ηλεκτρονικού κυκλώματος, προκειμένου να συμπεριφέρεται σύμφωνα με τα προβλεπόμενα και αναμενόμενα
  2. (τεχνολογία) τεχνική διόρθωσης σφαλμάτων δεδομένων συνήθως με ειδικό προσχεδιασμό διάταξης της μεταδιδόμενης πληροφορίας (error-correcting code)

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία