Ετυμολογία

επεξεργασία
αποσφαλματώνω < απο- + σφάλμα + -ώνω ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική debug)

αποσφαλματώνω

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία