αποσφαλματώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίααποσφαλματώνω
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- αποσφαλμάτωση
- αποσφαλματωτής
- → δείτε τις λέξεις από, σφάλμα και σφάλλω
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποσφαλματώνω | αποσφαλμάτωνα | θα αποσφαλματώνω | να αποσφαλματώνω | αποσφαλματώνοντας | |
β' ενικ. | αποσφαλματώνεις | αποσφαλμάτωνες | θα αποσφαλματώνεις | να αποσφαλματώνεις | αποσφαλμάτωνε | |
γ' ενικ. | αποσφαλματώνει | αποσφαλμάτωνε | θα αποσφαλματώνει | να αποσφαλματώνει | ||
α' πληθ. | αποσφαλματώνουμε | αποσφαλματώναμε | θα αποσφαλματώνουμε | να αποσφαλματώνουμε | ||
β' πληθ. | αποσφαλματώνετε | αποσφαλματώνατε | θα αποσφαλματώνετε | να αποσφαλματώνετε | αποσφαλματώνετε | |
γ' πληθ. | αποσφαλματώνουν(ε) | αποσφαλμάτωναν αποσφαλματώναν(ε) |
θα αποσφαλματώνουν(ε) | να αποσφαλματώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποσφαλμάτωσα | θα αποσφαλματώσω | να αποσφαλματώσω | αποσφαλματώσει | ||
β' ενικ. | αποσφαλμάτωσες | θα αποσφαλματώσεις | να αποσφαλματώσεις | αποσφαλμάτωσε | ||
γ' ενικ. | αποσφαλμάτωσε | θα αποσφαλματώσει | να αποσφαλματώσει | |||
α' πληθ. | αποσφαλματώσαμε | θα αποσφαλματώσουμε | να αποσφαλματώσουμε | |||
β' πληθ. | αποσφαλματώσατε | θα αποσφαλματώσετε | να αποσφαλματώσετε | αποσφαλματώστε | ||
γ' πληθ. | αποσφαλμάτωσαν αποσφαλματώσαν(ε) |
θα αποσφαλματώσουν(ε) | να αποσφαλματώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αποσφαλματώσει | είχα αποσφαλματώσει | θα έχω αποσφαλματώσει | να έχω αποσφαλματώσει | ||
β' ενικ. | έχεις αποσφαλματώσει | είχες αποσφαλματώσει | θα έχεις αποσφαλματώσει | να έχεις αποσφαλματώσει | ||
γ' ενικ. | έχει αποσφαλματώσει | είχε αποσφαλματώσει | θα έχει αποσφαλματώσει | να έχει αποσφαλματώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αποσφαλματώσει | είχαμε αποσφαλματώσει | θα έχουμε αποσφαλματώσει | να έχουμε αποσφαλματώσει | ||
β' πληθ. | έχετε αποσφαλματώσει | είχατε αποσφαλματώσει | θα έχετε αποσφαλματώσει | να έχετε αποσφαλματώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αποσφαλματώσει | είχαν αποσφαλματώσει | θα έχουν αποσφαλματώσει | να έχουν αποσφαλματώσει |
|