εκσφαλματώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαεκσφαλματώνω
Συγγενικά
επεξεργασία- εκσφαλμάτωση
- → δείτε τις λέξεις εκ, σφάλμα και σφάλλω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εκσφαλματώνω | εκσφαλμάτωνα | θα εκσφαλματώνω | να εκσφαλματώνω | εκσφαλματώνοντας | |
β' ενικ. | εκσφαλματώνεις | εκσφαλμάτωνες | θα εκσφαλματώνεις | να εκσφαλματώνεις | εκσφαλμάτωνε | |
γ' ενικ. | εκσφαλματώνει | εκσφαλμάτωνε | θα εκσφαλματώνει | να εκσφαλματώνει | ||
α' πληθ. | εκσφαλματώνουμε | εκσφαλματώναμε | θα εκσφαλματώνουμε | να εκσφαλματώνουμε | ||
β' πληθ. | εκσφαλματώνετε | εκσφαλματώνατε | θα εκσφαλματώνετε | να εκσφαλματώνετε | εκσφαλματώνετε | |
γ' πληθ. | εκσφαλματώνουν(ε) | εκσφαλμάτωναν εκσφαλματώναν(ε) |
θα εκσφαλματώνουν(ε) | να εκσφαλματώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εκσφαλμάτωσα | θα εκσφαλματώσω | να εκσφαλματώσω | εκσφαλματώσει | ||
β' ενικ. | εκσφαλμάτωσες | θα εκσφαλματώσεις | να εκσφαλματώσεις | εκσφαλμάτωσε | ||
γ' ενικ. | εκσφαλμάτωσε | θα εκσφαλματώσει | να εκσφαλματώσει | |||
α' πληθ. | εκσφαλματώσαμε | θα εκσφαλματώσουμε | να εκσφαλματώσουμε | |||
β' πληθ. | εκσφαλματώσατε | θα εκσφαλματώσετε | να εκσφαλματώσετε | εκσφαλματώστε | ||
γ' πληθ. | εκσφαλμάτωσαν εκσφαλματώσαν(ε) |
θα εκσφαλματώσουν(ε) | να εκσφαλματώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εκσφαλματώσει | είχα εκσφαλματώσει | θα έχω εκσφαλματώσει | να έχω εκσφαλματώσει | ||
β' ενικ. | έχεις εκσφαλματώσει | είχες εκσφαλματώσει | θα έχεις εκσφαλματώσει | να έχεις εκσφαλματώσει | ||
γ' ενικ. | έχει εκσφαλματώσει | είχε εκσφαλματώσει | θα έχει εκσφαλματώσει | να έχει εκσφαλματώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εκσφαλματώσει | είχαμε εκσφαλματώσει | θα έχουμε εκσφαλματώσει | να έχουμε εκσφαλματώσει | ||
β' πληθ. | έχετε εκσφαλματώσει | είχατε εκσφαλματώσει | θα έχετε εκσφαλματώσει | να έχετε εκσφαλματώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εκσφαλματώσει | είχαν εκσφαλματώσει | θα έχουν εκσφαλματώσει | να έχουν εκσφαλματώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία εκσφαλματώνω
|