αποσφαλματωτής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποσφαλματωτής < αποσφαλματώνω + -τής ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική debugger)
Ουσιαστικό
επεξεργασίααποσφαλματωτής αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασία- αποσφαλματώνω
- αποσφαλμάτωση
- → δείτε τις λέξεις από, σφάλμα και σφάλλω