Ετυμολογία

επεξεργασία
debug < de- + bug

Ουσιαστικό

επεξεργασία

debug (en)

  • (πληροφορική) ο εντοπισμός σφαλμάτων
      it will enable debug mode
    αυτό θα ενεργοποιήσει τη λειτουργία εντοπισμού σφαλμάτων

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • debug στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια