Αγγλικά (en)Επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
column columns

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈkɒləm/ και /ˈkɑləm/
 

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

column (en)

  1. (αρχιτεκτονική) κίονας, στύλος
  2. στήλη (στον τύπο)
  3. (βάσεις δεδομένων) η στήλη ενός πίνακα (table) στις σχεσιακές βάσεις δεδομένων (relational databases)
     συνώνυμα: attribute (στη θεωρία της επιστήμης των υπολογιστών)
    υπώνυμα : candidate key, foreign key, primary key, null

Παράγωγες λέξειςΕπεξεργασία

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία