column
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
column | columns |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαcolumn (en)
- η στήλη, μια σειρά αριθμών ή λέξεων βάζουν το ένα κάτω από το άλλο σε μια σελίδα
- ⮡ the credit/debit column of an account - η στήλη πιστώσεως/χρεώσεως ενός λογαριασμού
- η στήλη, στον τύπο
- ⮡ a newspaper column - μια στήλη εφημερίδας
- ⮡ the correspondence column - η στήλη αλληλογραφίας
- (αρχιτεκτονική) ο κίονας, ο στύλος, η στήλη
- ⮡ the columns of a temple - οι στύλοι ενός ναού
- ⮡ the columns of the Parthenon - οι στήλες του Παρθενώνα
- η στήλη, ένα πράγμα που έχει σχήμα στήλης
- ⮡ a column of smoke - μια στήλη καπνού
- (βάσεις δεδομένων) η κολόνα, η στήλη ενός πίνακα (table) στις σχεσιακές βάσεις δεδομένων (relational databases)
- ⮡ Use the (small) arrows in the headers to see an ascending or descending sort for each column.
- Χρησιμοποιήστε τα βελάκια στις επικεφαλίδες για να δείτε αύξουσα ή φθίνουσα κατάταξη για κάθε κολόνα.
- ⮡ Drag the table to see all the columns.
- Σύρτε στον πίνακα για να δείτε όλες τις στήλες.
- ≈ συνώνυμα: attribute (στη θεωρία της επιστήμης των υπολογιστών)
- υπώνυμα : candidate key, foreign key, primary key, null
- ⮡ Use the (small) arrows in the headers to see an ascending or descending sort for each column.
Παράγωγα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- column - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 819, 828. ISBN 9780194325684., λήμμα: στήλη, στύλος