ενικός         πληθυντικός  
column columns

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈkɒləm/ & /ˈkɑləm/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

column (en)

  1. η στήλη, μια σειρά αριθμών ή λέξεων βάζουν το ένα κάτω από το άλλο σε μια σελίδα
    ⮡  the credit/debit column of an account - η στήλη πιστώσεως/χρεώσεως ενός λογαριασμού
  2. η στήλη, στον τύπο
    ⮡  a newspaper column - μια στήλη εφημερίδας
    ⮡  the correspondence column - η στήλη αλληλογραφίας
  3. (αρχιτεκτονική) ο κίονας, ο στύλος, η στήλη
    ⮡  the columns of a temple - οι στύλοι ενός ναού
    ⮡  the columns of the Parthenon - οι στήλες του Παρθενώνα
  4. η στήλη, ένα πράγμα που έχει σχήμα στήλης
    ⮡  a column of smoke - μια στήλη καπνού
  5. (βάσεις δεδομένων) η κολόνα, η στήλη ενός πίνακα (table) στις σχεσιακές βάσεις δεδομένων (relational databases)
    ⮡  Use the (small) arrows in the headers to see an ascending or descending sort for each column.
    Χρησιμοποιήστε τα βελάκια στις επικεφαλίδες για να δείτε αύξουσα ή φθίνουσα κατάταξη για κάθε κολόνα.
    ⮡  Drag the table to see all the columns.
    Σύρτε στον πίνακα για να δείτε όλες τις στήλες.
     συνώνυμα: attribute (στη θεωρία της επιστήμης των υπολογιστών)
    υπώνυμα : candidate key, foreign key, primary key, null

Παράγωγα

επεξεργασία