column
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
column | columns |
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
column (en)
- (αρχιτεκτονική) κίονας, στύλος
- στήλη (στον τύπο)
- (βάσεις δεδομένων) η στήλη ενός πίνακα (table) στις σχεσιακές βάσεις δεδομένων (relational databases)
- ≈ συνώνυμα: attribute (στη θεωρία της επιστήμης των υπολογιστών)
- υπώνυμα : candidate key, foreign key, primary key, null
Επεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- Column (disambiguation) στην αγγλική Βικιπαίδεια