valuable
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | valuable |
συγκριτικός | more valuable |
υπερθετικός | most valuable |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαvaluable (en)
- πολύτιμος, που έχει μεγάλη αξία
- πολύτιμος, πολύ χρήσιμος
- ⮡ Your technical knowledge is valuable.
- Οι τεχνικές σας γνώσεις είναι πολύτιμες.
- ⮡ Your technical knowledge is valuable.