ώα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ώα | οι | ώες |
γενική | της | ώας | των | ωών |
αιτιατική | την | ώα | τις | ώες |
κλητική | ώα | ώες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ώα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ᾤα < ὄϊς
Ουσιαστικό
επεξεργασίαώα θηλυκό
- (παλαιογραφία) το άγραφο περιθώριο μιας σελίδας ενός χειρογράφου
Μεταφράσεις
επεξεργασία ώα
|