θύμηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- θύμηση < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική θύμηση, θύμησις < αρχαία ελληνική ἐνθύμησις < ἐνθυμοῦμαι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαθύμηση θηλυκό (απαντά σπανίως στον πληθυντικό και ο λογοτεχνικός τύπος θύμησες)
- η ανάμνηση, η ανάκληση κάποιου γεγονότος ή μιας κατάστασης στο νου από το παρελθόν
- η θύμηση του προσώπου της τον έκανε να μελαγχολεί
- η μνήμη
- πάλι ήρθαν στη θύμησή του στιγμές από το περασμένο καλοκαίρι πριν από το χωρισμό