Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

θύμηση < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική θύμηση, θύμησις < αρχαία ελληνική ἐνθύμησις < ἐνθυμοῦμαι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

θύμηση θηλυκό (απαντά σπανίως στον πληθυντικό και ο λογοτεχνικός τύπος θύμησες)

  1. η ανάμνηση, η ανάκληση κάποιου γεγονότος ή μιας κατάστασης στο νου από το παρελθόν
    η θύμηση του προσώπου της τον έκανε να μελαγχολεί
  2. η μνήμη
    πάλι ήρθαν στη θύμησή του στιγμές από το περασμένο καλοκαίρι πριν από το χωρισμό

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία