mémoire
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
mémoire | mémoires |
mémoire (fr) θηλυκό
- η μνήμη, η θύμηση
- το απομνημόνευμα
- (πληροφορική) mémoire vive - η μνήμη των υπολογιστών
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
mémoire | mémoires |
mémoire (fr) αρσενικό