Ουσιαστικό

επεξεργασία

aide-mémoire (en)



  Ετυμολογία

επεξεργασία
aide-mémoire < aide (ρήμα) + mémoire (=βοηθά τη μνήμη)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɛd.me.mwaʁ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
ενικός πληθυντικός
aide-mémoire aide-mémoire

aide-mémoire (fr) αρσενικό

  • συντομευμένο κείμενο που επιτρέπει σε κάποιον να έχει μια γενική εικόνα ορισμένων γνώσεων

Συνώνυμα

επεξεργασία