δοκίμιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δοκίμιο | τα | δοκίμια |
γενική | του | δοκιμίου & δοκίμιου |
των | δοκιμίων |
αιτιατική | το | δοκίμιο | τα | δοκίμια |
κλητική | δοκίμιο | δοκίμια | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ðoˈci.mi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δο‐κί‐μι‐ο
Ετυμολογία
επεξεργασία- δοκίμιο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα δοκίμ(ιον) + -ιο < δοκιμή < [1]
- για το φιλολογικό είδος < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική essai. Διαφορετικό το αρχαίο δοκιμεῖον ελληνιστικό δοκίμιον).
- για το τυπογραφικό δοκίμιο < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική épreuve.
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδοκίμιο ουδέτερο
- (φιλολογία) γραπτό κείμενο μέτριας έκτασης και καλλιεργημένου ύφους με το οποίο ο συγγραφέας αποπειράται να διερευνήσει θεωρητικά ένα φιλοσοφικό, κοινωνικό, ιστορικό, φιλολογικό ζήτημα
- (φιλολογία) το αντίστοιχο είδος του γραπτού λόγου
- (τυπογραφία) η πρώτη πρόχειρη εκτύπωση ενός κειμένου που πρέπει να ελεγχθεί για λάθη και να λάβει την τελική του μορφή
Δείτε επίσης
επεξεργασία- δοκίμιο στη Βικιπαίδεια
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη δόκιμος & το αρχαίο δοκέω
Μεταφράσεις
επεξεργασία θεωρητικό κείμενο
τυπογραφικό δοκίμιο
- ↑ δοκίμιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας