Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
δοκιμιογράφος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
/
η
δοκιμιογράφ
ος
οι
δοκιμιογράφ
οι
γενική
του
/
της
δοκιμιογράφ
ου
των
δοκιμιογράφ
ων
αιτιατική
τον
/
τη
δοκιμιογράφ
ο
τους
/
τις
δοκιμιογράφ
ους
κλητική
δοκιμιογράφ
ε
δοκιμιογράφ
οι
Κατηγορία
όπως «
ζωγράφος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
δοκιμιογράφος
<
δοκίμι(ο)
+
-ο-
+
-γράφος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
δοκιμιογράφος
αρσενικό ή θηλυκό
(
επάγγελμα
) ο/η
συγγραφέας
δοκιμίων
Συγγενικά
επεξεργασία
δοκιμιογραφία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
δοκιμιογράφος
αγγλικά
:
essayist
(en)