ξεχασιάρης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ξεχασιάρης | η | ξεχασιάρα | το | ξεχασιάρικο |
γενική | του | ξεχασιάρη | της | ξεχασιάρας | του | ξεχασιάρικου |
αιτιατική | τον | ξεχασιάρη | την | ξεχασιάρα | το | ξεχασιάρικο |
κλητική | ξεχασιάρη | ξεχασιάρα | ξεχασιάρικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ξεχασιάρηδες | οι | ξεχασιάρες | τα | ξεχασιάρικα |
γενική | των | ξεχασιάρηδων | — | των | ξεχασιάρικων | |
αιτιατική | τους | ξεχασιάρηδες | τις | ξεχασιάρες | τα | ξεχασιάρικα |
κλητική | ξεχασιάρηδες | ξεχασιάρες | ξεχασιάρικα | |||
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαξεχασιάρης, -α, -ικο
- αυτός που ξεχνάει εύκολα λόγω ηλικίας ή αφηρημάδας ή και από άλλα αίτια
- ※ Σωκράτης:Πρωταγόρα, εγώ τυχαίνει να είμαι άνθρωπος ξεχασιάρης, και αν κανείς μακρολογή, λησμονώ το αντικείμενον διά το οποίον γίνεται η ομιλία ("Πρωταγόρας", απόδοση Αριστείδου Χαροκόπου της φράσης "ἐγὼ τυγχάνω ἐπιλήσμων τις ὢν ἄνθρωπος", εκδόσεις Φέξη, 1910)