Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λησμονητής
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
λησμονητ
ής
οι
λησμονητ
ές
γενική
του
λησμονητ
ή
των
λησμονητ
ών
αιτιατική
τον
λησμονητ
ή
τους
λησμονητ
ές
κλητική
λησμονητ
ή
λησμονητ
ές
Κατηγορία
όπως «
ποιητής
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
λησμονητής
<
λησμονώ
+
-ητής
Ουσιαστικό
επεξεργασία
λησμονητής
αρσενικό
(
λαϊκότροπο
) αυτός που
λησμονεί
ή
λησμόνησε
Συνώνυμα
επεξεργασία
επιλήσμονας
,
επιλήσμων
ξεχασιάρης
λησμονιάρης
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λησμονητής
→
δείτε
τις λέξεις
επιλήσμων
και
ξεχασιάρης