Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ξεχασιά οι ξεχασιές
      γενική της ξεχασιάς των ξεχασιών
    αιτιατική την ξεχασιά τις ξεχασιές
     κλητική ξεχασιά ξεχασιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεχασιά < ξεχνώ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξεχασιά θηλυκό, μόνο στον ενικό (γενική: της ξεχασιάς)

Ο Wilde έπεσε και στη θεληματική πεισματάρικη ξεχασιά των συμπατριωτών του, τα βιβλία του εκάησαν, τα θεατρικά του έργα αποκλείσθηκαν από το θέατρο, τα έπιπλά του πουλήθηκαν σε δημοπρασία και λίγο έλειψε να βάλουν και φωτιά στο σπίτι του. Πέτροβόλημα ραγδαίο έκανε στη στιγμή τρίψαλα τη βιτρίνα κάποιου χαρτοπωλείου, που είχ' εκτεθειμένο το πορτραίτο του (για τη ζωή του Όσκαρ Ουάιλντ, ο Αλέξ. Γ. Μαρπουτζόγλου στην εισαγωγή των "Στοχασμών", 1915)

  Μεταφράσεις επεξεργασία