Άνοιγμα κυρίου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Είσοδος
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
διάψευση
Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Ελληνικά (el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικές λέξεις
1.2.2
Δείτε επίσης
1.2.3
Μεταφράσεις
Ελληνικά (el)
Επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
διάψευσ
η
οι
διαψεύσ
εις
γενική
της
διάψευσ
ης
&
διαψεύσ
εως
των
διαψεύσ
εων
αιτιατική
τη
διάψευσ
η
τις
διαψεύσ
εις
κλητική
διάψευσ
η
διαψεύσ
εις
όπως «
δύναμη
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
Επεξεργασία
διάψευση
<
ελληνιστική κοινή
διάψευσις
<
αρχαία ελληνική
διαψεύδω
Ουσιαστικό
Επεξεργασία
διάψευση
θηλυκό
η
διαδικασία
ή το
αποτέλεσμα
του
διαψεύδω
Συγγενικές λέξεις
Επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
διαψεύδω
και
ψεύδος
Δείτε επίσης
Επεξεργασία
ανασκευή
αντίκρουση
Μεταφράσεις
Επεξεργασία
διάψευση
αγγλικά
:
confutation
(en)
,
refutation
(en)
,
denial
(en)
,
disproof
(en)
γαλλικά
:
démenti
(fr)