déception
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
déception | déceptions |
déception (fr) θηλυκό
- η απογοήτευση, η διάψευση
Συνώνυμα
επεξεργασία- déboire
- décompte
- déconvenue
- découragement
- désappointement
- désenchantement
- désillusion
- (οικείο) douche
- mécompte