Ετυμολογία

επεξεργασία
satisfaction < λατινική satisfactio

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
satisfaction satisfactions

satisfaction (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η ικανοποίηση, η ευχαρίστηση, η ευαρέσκεια που λαμβάνουμε, επειδή πραγματοποιήθηκε κάτι που επιθυμούσαμε ή προσδοκούσαμε
      I felt an immense satisfaction.
    Ένιωσα τεράστια ικανοποίηση.
  2. (μη μετρήσιμο) η ικανοποίηση, η εκπλήρωση μιας επιθυμίας ή απαίτησης
      the satisfaction of my desires - η ικανοποίηση των επιθυμιών μου
  3. (μη μετρήσιμο, επίσημο) η ικανοποίηση, η αποζημίωση για κάποια βλάβη ή ζημία που υποστήκαμε