satisfaction
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- satisfaction < λατινική satisfactio
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
satisfaction | satisfactions |
satisfaction (en)
Γαλλικά (fr) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- satisfaction < λατινική satisfactio, επανόρθωση
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
satisfaction | satisfactions |
satisfaction (fr) θηλυκό