désenchantement
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- désenchantement < désenchanter
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
désenchantement | désenchantements |
désenchantement (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (παρωχημένο) η ενέργεια με την οποία λύνονται τα μάγια, καθώς και το αποτέλεσμά της
- η απογοήτευση