Ετυμολογία

επεξεργασία
désenchantement < désenchanter

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /;/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
désenchantement désenchantements

désenchantement (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. (παρωχημένο) η ενέργεια με την οποία λύνονται τα μάγια, καθώς και το αποτέλεσμά της
  2. η απογοήτευση

Συγγενικά

επεξεργασία