ενικός         πληθυντικός  
déboire déboires

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

déboire (fr) αρσενικό

  1. (παρωχημένο) η πικράδα που μένει μετά από ένα ποτό
  2. η απογοήτευση, η πίκρα