déboire
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
déboire | déboires |
Ουσιαστικό επεξεργασία
déboire (fr) αρσενικό
- (παρωχημένο) η πικράδα που μένει μετά από ένα ποτό
- η απογοήτευση, η πίκρα
ενικός | πληθυντικός |
déboire | déboires |
déboire (fr) αρσενικό