denial
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
denial | denials |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαdenial (en)
- η άρνηση, μια δήλωση ότι κάτι δεν είναι αλήθεια ή δεν υπάρχει· η ενέργεια του να αρνούμαι κάτι
- ⮡ He answered every one of my proposals with a stubborn/categorical denial.
- Σε κάθε πρότασή μου απαντούσε με μια πεισματική/κατηγορηματική άρνηση.
- ⮡ He answered every one of my proposals with a stubborn/categorical denial.
- (μη μετρήσιμο) η άρνηση, η ενέργεια του να αρνούμαι να αποδεχτώ ότι κάτι δυσάρεστο ή οδυνηρό είναι αληθινό
- ⮡ His answer suggests denial.
- Η απάντησή του υποδηλώνει άρνηση.
- ⮡ His answer suggests denial.