Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
denier deniers

denier (fr) αρσενικό

  1. το αργύριο, ρωμαϊκό νόμισμα
  2. (παρωχημένο) ο τόκος

Εκφράσεις επεξεργασία

  • les deniers publics: το δημόσιο χρήμα