ενεστώτας deny
γ΄ ενικό ενεστώτα denies
αόριστος denied
παθητική μετοχή denied
ενεργητική μετοχή denying

deny (en)

  1. αρνούμαι
    ⮡  I cannot deny it.
    Δεν μπορώ να το αρνηθώ.
  2. διαψεύδω