Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ψευδότιτλος οι ψευδότιτλοι
      γενική του ψευδότιτλου
ψευδοτίτλου
των ψευδότιτλων
ψευδοτίτλων
    αιτιατική τον ψευδότιτλο τους ψευδότιτλους
ψευδοτίτλους
     κλητική ψευδότιτλε ψευδότιτλοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψευδότιτλος < ψευδο- + τίτλος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ψευδότιτλος αρσενικό

  • η (3η συνήθως) σελίδα ενός βιβλίου, στην οποία αναγράφεται με μικρότερα στοιχεία μόνο ο τίτλος του βιβλίου, χωρίς στοιχεία για τον συγγραφέα, εκδότη κ.λπ.

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία