ψευδολογικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ψευδολογικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ψευδολογικός. Μορφολογικά αναλύεται σε ψευδολογ(ία) + -ικός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
επεξεργασίαψευδολογικός, -ή, ό
- που έχει σχέση με την ψευδολογία ή αναφέρεται σε αυτήν
- Το παραμύθι, βέβαια, είναι μια ψευδολογική διήγηση.
- Μιχάλης Γ. Μερακλής, Ευτράπελες διηγήσεις. Το κοινωνικό τους περιεχόμενο (Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1980), σ. 56.
- Το παραμύθι, βέβαια, είναι μια ψευδολογική διήγηση.
Μεταφράσεις
επεξεργασία ψευδολογικός
|