Δείτε επίσης: ἀπόβρασμα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το απόβρασμα τα αποβράσματα
      γενική του αποβράσματος των αποβρασμάτων
    αιτιατική το απόβρασμα τα αποβράσματα
     κλητική απόβρασμα αποβράσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

απόβρασμα < (ελληνιστική κοινήἀπόβρασμα ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική l’ écume de la société (απόβρασμα της κοινωνίας) ή αγγλική scum)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

απόβρασμα ουδέτερο

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία