απόβρασμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- απόβρασμα < (ελληνιστική κοινή) ἀπόβρασμα ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική l’ écume de la société (απόβρασμα της κοινωνίας) ή αγγλική scum)
Ουσιαστικό επεξεργασία
απόβρασμα ουδέτερο
Δείτε επίσης : ἀπόβρασμα |
απόβρασμα ουδέτερο