Δείτε επίσης: ἀποβράζω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποβράζω < (ελληνιστική κοινήἀποβράζω / ἀποβράσσω

  Ρήμα επεξεργασία

αποβράζω

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία